- ὅμοροι
- ὅμοροςhaving the same borders withmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… … Dictionary of Greek
ELYMI — Poenorum socii, de quibus Thucydides: Μοτύην καὶ Σολόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶ Ε᾿λύμων συνοικίσαντες ενέμοντο ξυμμαχίᾳ τὲ πίσυροι τῶ Ε᾿λύμων. Hinc in Pausaniae Phocicis, qui Pachynum pro Lilybaeo iam semel usurpavit, Antiochus Syracusanus inter… … Hofmann J. Lexicon universale
Χάλυβες — Αρχαίος λαός του Πόντου στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (A’ 28) οι X. οι οποίοι ήταν ένα από τα 14 έθνη που είχαν δηλώσει υποταγή στον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, ήταν όμοροι με τους Μαρυανδούς και τους Παφλαγόνες. Ο Ξενοφών αναφέρει δυο… … Dictionary of Greek